νεοσυλλογος

νεοσυλλογος
    νεοσύλλογος
    νεο-σύλλογος
    2
    недавно набранный, вновь завербованный Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νεοσυλλογος" в других словарях:

  • νεοσύλλογος — νεοσύλλογος, ον (Α) 1. (για έρανο) αυτός που συλλέχθηκε πρόσφατα 2. (για στρατιώτη) νεοσύλλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * σύλλογος (< συλλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • νεοσύλλογον — νεοσύλλογος newly collected masc/fem acc sg νεοσύλλογος newly collected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσύλλογα — νεοσύλλογος newly collected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσύλλογοι — νεοσύλλογος newly collected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»